ριζοτομή

ριζοτομή
και ριζοτομία, η, Ν
ιατρ. χειρουργική διατομή τής οπίσθιας ή πρόσθιας ρίζας ενός νωτιαίου νεύρου για την απαλλαγή από ενοχλητικούς χρόνιους πόνους ή από μια σπαστική παράλυση, αντίστοιχα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. rhizotomy (< ῥίζα + τομή)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ρίζα — η / ῥίζα, ΝΑ, και ιων. τ. ῥίζη και αιολ. τ. βρίζα Α 1. βοτ. το κατά κανόνα υπόγειο τμήμα τού σώματος ενός φυτού, κύριες λειτουργίες τού οποίου είναι η στήριξη τού φυτού, η πρόσληψη από το έδαφος νερού και των διαλυμένων σ αυτό ανόργανων αλάτων,… …   Dictionary of Greek

  • ριζοτομία — η / ῥιζοτομία, ΝΜΑ [ῥιζοτόμος] νεοελλ. η ριζοτομή μσν. αρχ. η εκκοπή και συλλογή ριζών για φαρμακευτική χρήση* αρχ. στον πληθ. αἱ ῥιζοτομίαι βιβλία για ρίζες και βότανα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”