- ριζοτομή
- και ριζοτομία, η, Νιατρ. χειρουργική διατομή τής οπίσθιας ή πρόσθιας ρίζας ενός νωτιαίου νεύρου για την απαλλαγή από ενοχλητικούς χρόνιους πόνους ή από μια σπαστική παράλυση, αντίστοιχα.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. rhizotomy (< ῥίζα + τομή)].
Dictionary of Greek. 2013.